- οἰωνομαντεία
- οἰωνομαντείᾱ , οἰωνομαντείαauguryfem nom/voc/acc dualοἰωνομαντείᾱ , οἰωνομαντείαauguryfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιωνομαντεία — οἰωνομαντεία, ἡ (Α) μαντεία με την παρατήρηση τών οιωνών, οιωνοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + μαντεία] … Dictionary of Greek
οιωνομαντικός — οἰωνομαντικός, ή, όν (Α) [οιωνόμαντις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οιωνομαντεία ή στον οιωνόμαντι … Dictionary of Greek
οιωνός — Σημείο της θέλησης των θεών στους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους, από την οποία αυτοί εξαρτούσαν κάθε σημαντική δράση. Για να αντιληφθούν τη θεϊκή θέληση βασίζονταν κυρίως στο πέταγμα και στις φωνές των πουλιών (οιωνών), όπως για παράδειγμα ο… … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՀՄԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ա.գ. οἱωνόμαντις augur, auspex. Հմայօղ ʼի ձեռն հաւուց. հաւադէտ. հաւահարց. *Մերժել զհաւահմայն, զհաւահարցն. Ոսկ. տիտ.: գ. ՀԱՒԱՀՄԱՅՔ յից. գ. ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. οἱώνισμα,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0072 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c ՀԱՒԱՀՄԱՅՔ ՀԱՒԱՀՄԱՅՈՒԹԻՒՆ. οἱώνισμα, οἱωνισμός, οἱωνομαντεία augurium, haruspicium, hariolatio. Հմայելն ʼի ձեռն հաւուց. հաւադիւթականն արուեստ. *Կիւսից ձերոց, եւ հաւահմայից… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)